Senso: Μεταξύ θεού τε και θνητού – για το «Senso» (1954) του Λουκίνο Βισκόντι
Η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι, η ηρωίδα μιας ιστορίας εξέγερσης, έρωτα και πολέμου (εκκινώντας από το φερώνυμο αφήγημα του Camillo Boito, σε ελεύθερη κινηματογραφική διασκευή που συχνά μας γυρίζει στο Μοναστήρι της Πάρμας), όπως και ο Άσενμπαχ στον Θάνατο στη Βενετία, θα χαθεί στα λαβυρινθώδη βενετικά σοκάκια, βυθισμένη στη μέθη της ερωτικής επιθυμίας, υπακούοντας στις εντολές του δαίμονά της. Δαίμων μέγας, ω Σώκρατες· και γαρ παν το δαιμόνιον μεταξύ έστι θεού τε και θνητού, διαβάζουμε στο Πλατωνικό Συμπόσιον ή Περί του Έρωτος. Ο Αυστριακός υπολοχαγός Φραντς Μάλερ αρνείται να διακινδυνεύσει τη σωματική ακεραιότητά του ή να θυσιάσει την καλοπέρασή του, και χρησιμοποιεί την κόμισσα, μια μέχρι θανάτου ερωτευμένη γυναίκα, με σκοπό να εξαγοράσει την απαλλαγή από τα πολεμικά του καθήκοντα. Το κατορθώνει επειδή είναι επιτήδειος στον χειρισμό συναισθημάτων, αλλά στην ουσία άνανδρος. Εκ παραλλήλου, η ερωμένη του, ενώ αντιστέκεται ηρωικά σε κάθε μορφή δειλίας ή φόβου, δέχεται να γίνει συνένοχός του στην ποταπή πράξη. Επομένως οι ενέργειές της – η προδοσία του αγώνα των επαναστατών για την ανεξαρτησία της πατρίδας της– την ντροπιάζουν και την ευτελίζουν, ως χαρακτήρα, ταυτοχρόνως όμως την εξυψώνουν ηθικά, οδηγώντας την, πού αλλού παρά στο οριστικό κολαστήριό της. Οι επιλογές της αποτελούν πράξεις τόλμης, όσο και τυφλότητας.
Στο Senso, ακολουθούμε τις παράλληλες πορείες διαδοχικών προδοσιών και τιμωριών –ερωτικών και πατριωτικών. Δεν θα έπρεπε να με αγαπάς. Κανείς δεν θα έπρεπε να με αγαπά, λέει ο υπολοχαγός, σε μια στιγμή ειλικρίνειας, ομολογώντας την ιταμότητα του χαρακτήρα του. Το φυσικό σκηνικό της υποταγμένης στους Αυστριακούς Βενετίας, του 1866, αποτελεί μια μεγάλη σκηνή όπερας (όπου εγκαθίσταται το μοντέλο του «λυρικού ρεαλισμού», σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη), πάνω στην οποία θα ξετυλιχτεί το δράμα των προσώπων. Η ταινία ανοίγει με μουσική και εικαστική μεγαλοπρέπεια στο θέατρο Λα Φενίτσε, αποκαλύπτοντας μια ατμόσφαιρα που προδίδει τη δίψα της βενετσιάνικης κοινωνίας για ευδαιμονία, εκεί απ’ όπου θα ξεπεταχτεί η πατριωτική εξέγερση εναντίον των κατακτητών. Ο μαρκήσιος Ουσόνι, εξάδελφος της κόμισσας, θα της εμπιστευτεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν που προορίζεται για τον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, χρήματα που η τυφλωμένη κόμισσα θα θυσιάσει προκειμένου ο εραστής της να παραμείνει υπό την ερωτική της κατοχή. Όταν διαπιστώνει ότι ο υπολοχαγός χλευάζει την απαίτησή της για ολοκληρωτική υπακοή του στην επιθυμία της, τον καταδίδει στις στρατιωτικές Αρχές και τον στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αυτό το μεγαλόπρεπο οπερετικό δράμα, πάνω στον άθλο του ερωτικού πάθους, στην διεκδίκηση της ελευθερίας, στην ποταπότητα και τον «ηρωισμό της αδυναμίας» (έτσι όπως τον εξέφρασε ο Τόμας Μαν στον Θάνατο στη Βενετία), είναι και μια αγωνιώδης, όσο και ακρωτηριασμένη ανύψωση προς το ζητούμενο της αξιοπρέπειας, μέσω της εκδίκησης.
Η εικόνα της στρατιωτικά κατεχόμενης πόλης έχει πολλά στοιχεία φυσικής φθοράς και ξεπεσμού – η επεκτατικότητα της θάλασσας. Οι αδυναμίες της ανθρώπινης ψυχής εναρμονίζονται με την ατμοσφαιρική πραγματικότητα της ηττημένης βενετικής ηγεμονίας. Στην απέναντι όχθη στέκουν οι απόψεις της terra firma (της στεριάς), σε μια κινηματογραφική αναπαράσταση που μας προσανατολίζει προς τη θρησκευτική εκστατικότητα, με φόντο τη βουκολική ηρεμία της φύσης στα τρίπτυχα του Τζοβάνι Μπελλίνι, ή στις αινιγματικές αλληγορίες του Τζορτζόνε. Οι γαλήνιες σκηνές του Βισκόντι, εκείνες που ξετυλίγονται στην εξοχή, εμπεριέχουν την αίσθηση ερωτικού πανικού, εγκυμονώντας την επερχόμενη καταιγίδα. Συνευρέσεις υπό διαρκή απειλή, το ξέσπασμα μιας πυρκαγιάς, οι προετοιμασίες και οι ρεαλιστικές σκηνές του πολέμου, θα γεμίσουν ρωγμές τις εξαϋλωμένες εικόνες. Η άμαξα της αλλόφρενης από απελπισμένο έρωτα κόμισσας (σε μια από τις γιγάντιες σκηνές της ταινίας) θα διεισδύσει στο ατάραχο τοπίο, τεμαχίζοντάς το, σε μια ξέφρενη κούρσα που προοικονομεί την καταστροφή των δύο εραστών, με την έντονη παρουσία της εξίσου υποβλητικής μουσικής του Bruckner. Το ανθρώπινο ανάστημα θα αναμετρηθεί με το θεϊκό πάθος. Μετά την, με συνοπτικές διαδικασίες, πράξη της κατάδοσης στις στρατιωτικές αρχές και την ποινή του λιποτάκτη, δεν θα μείνει παρά η παραπαίουσα σκιά της εξουθενωμένης εκδικήτριας, που γλιστράει στους τοίχους του φρουρίου, συνοδευόμενη από τους απόηχους μιας αγωνιώδους ερωτικής επίκλησης: το όνομα του προδότη ως συνώνυμο της ομολογίας του διαψευσμένου έρωτα! Και μέσα από τους πολυσήμαντους κραδασμούς της Ιστορικής Αλήθειας, είναι το συνοπτικό και απέριττο, τα οποία συνυπάρχουν αρμονικά με το «πομπώδες» σε όλη την καλλιτεχνική σημασία, βαρύτητα και αξία του.