Στον παλμό των αδύναμων
Κριτική της Μάρης Θεοδοσοπούλου για τη συλλογή διηγημάτων «Από γυαλί» της Μαρίας Γαβαλά (Κέδρος). Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, «Βιβλιοθήκη», τ.666, 30.7.2011
Η Μαρία Γαβαλά συνεχίζει να εκπλήσσει, καθώς περνάει από τη μια καλλιτεχνική έκφραση στην άλλη. Ως σεναριογράφος και σκηνοθέτις, δοκιμάζεται, κοντά μία δεκαπενταετία, σε ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικές σειρές, μικρού μήκους ταινίες και τρεις μεγάλου μήκους. Παρά τις βραβεύσεις και την καλή υποδοχή από κριτική και κοινό, εγκαταλείπει τον χώρο του κινηματογράφου και ύστερα από ένα διάστημα σιωπής, μεταπηδά στη λογοτεχνία. Εμφανίζεται ως μυθιστοριογράφος, με σταθερό ρυθμό έκδοσης, κάθε δυο-τρία χρόνια, πολιορκώντας παραπλήσιους με τις ταινίες της θεματικούς πυρήνες. Στο στόχαστρο βρίσκονται οι ανθρώπινες σχέσεις, προπαντός οι ερωτικές, έτσι όπως ανθούν, προσαρμόζονται και φθείρονται. Ο απολογισμός είναι έξι μυθιστορήματα εντός μίας δεκαπενταετίας. Ως έναν βαθμό, ομότροπα μεταξύ τους, με το τελευταίο, Τα κορίτσια της πλατείας, να παίρνει τη μορφή παρωδίας αστυνομικού, το οποίο εκτυλίσσεται στην Αθήνα τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων. Εδώ, ιδιόρρυθμοι τύποι τρέχουν γύρω από ερωτευμένα κορίτσια, με σκηνικό χώρο μια πλατεία στην καρδιά της πόλης, όπου συμβαίνουν τα πιο απίθανα περιστατικά. Ως μυθιστορηματική σύνθεση δίνει την εντύπωση ότι είναι έτοιμη να γυριστεί σε ταινία. Αντ’ αυτής, ακολουθεί ένα πεντάχρονο διάλειμμα.
Εφέτος, η Γαβαλά επανέρχεται με μια συλλογή διηγημάτων, για την οποία δεν μας προϊδέαζε η μέχρι σήμερα συγγραφική της πορεία. Στις καινούριες ιστορίες ο έρωτας, σε όλες του τις εκφάνσεις, απουσιάζει, όπως λείπουν και τα ζεύγη γυναικών που πρωταγωνιστούν στις ταινίες και τα μυθιστορήματά της. Η συγγραφέας φαίνεται να μη θηρεύει πλέον το εξαιρετικό. Ούτε ιδιόρρυθμους τύπους πλάθει ούτε παράξενα περιστατικά σκηνοθετεί. Πιστεύουμε ότι αυτό συνιστά μια πρώτη ένδειξη μεγαλύτερης ωριμότητας. Το στίγμα του καινούριου βιβλίου το δίνει η ίδια σε ένα από τα διηγήματα. Εννέα συνολικά τα διηγήματα της συλλογής, στα τρία η αφηγήτρια εμφανίζεται ως συγγραφέας. Σε ένα από αυτά, εμπλέκει τον εκδότη της, δίνοντας μία από τις λιγοστές μυθοπλαστικές εκδοχές γύρω από τις σχέσεις συγγραφέα-εκδότη, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Η ηρωίδα του διηγήματος υποβάλλει στον εκδότη της, για δεύτερη φορά, μια συλλογή ιστοριών και εκείνος, για δεύτερη φορά, τις απορρίπτει. Κι αυτό, παρ’ ότι εκείνη πειθάρχησε, όπως αφήνει να εννοηθεί, στις υποδείξεις του και επέφερε αλλαγές -διορθώσεις τις αποκαλεί- στις ιστορίες της. Πρόκειται, προφανώς, για έναν εκδότη, από εκείνους τους λιγοστούς, που δεν περιορίζονται στην εμπορική πλευρά, αλλά, επιπλέον, έχουν άποψη και περί λογοτεχνίας. Γι’ αυτό και επιμένει ότι το βιβλίο της δεν είναι καλό. Προβλέπει, μάλιστα, μετά βεβαιότητας, ότι και οι λοιποί εκδότες θα το απορρίψουν. Σύμφωνα με την αφήγηση, η εν λόγω συγγραφέας δεν στενοχωριέται απλώς, αλλά βιώνει την απόρριψη ως τραύμα. Παρηγοριέται, ωστόσο, διαβάζοντας ότι και ο Τζόυς είχε γνωρίσει την απόρριψη αλλά επέμεινε. Οταν, πάντως, της ζητούν να περιγράψει το απορριφθέν βιβλίο, εξηγεί ότι είναι «ιστορίες σε συνέχειες, στενά δεμένες μεταξύ τους, χωρίς τέλος». Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο εκδότης θα επέμεινε οι ιστορίες να είναι «στενά δεμένες μεταξύ του», μήπως και μπορέσει να το προωθήσει, τουλάχιστον ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αφού το μυθιστόρημα είναι το μοναδικό είδος για το οποίο υπάρχει ακόμη ζήτηση.
Το εν λόγω διήγημα, σε αντιδιαστολή με τα άλλα της συλλογής, διατηρεί έναν ανάλαφρο τόνο αυτοσαρκασμού, καθώς η περιγραφή του βιβλίου της ηρωίδας παραπέμπει πλαγίως στο βιβλίο της ίδιας της Γαβαλά. Μπορεί οι δικές της ιστορίες να μη συνδέονται στενά μεταξύ τους, παρά μόνο χαλαρά, κι αυτό, χάρη στον τόπο που διαδραματίζονται -σύνδεση που, πιθανώς, να προέκυψε κατά τις διορθώσεις, ώστε να δοθεί ο χαρακτήρας του σπονδυλωτού-, ωστόσο πρόκειται, σίγουρα, για ιστορίες χωρίς τέλος. Ακριβέστερα, πρόκειται για ιστορίες χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Πιο συγκεκριμένα, εκκινούν από ένα αυθαίρετο σημείο της ζωής του κεντρικού ήρωα, τον παρακολουθούν για λίγο, χωρίς τις συνήθεις αναδρομές στο παρελθόν του, και τον εγκαταλείπουν, παρ’ όλο που δεν έχει δοθεί κάποια οριστική έκβαση σε όσα συμβαίνουν. Σαν ένας αόρατος σκηνοθέτης να είπε CUT, αφήνοντας μετέωρες διαφορετικές εκδοχές.
Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, η αφηγήτρια, και πάλι μια συγγραφέας -που εδώ παρουσιάζεται ως συνεργάτρια περιοδικού, αφήνοντας αδιευκρίνιστο το είδος του κειμένου που προσπαθεί να γράψει- ύστερα από σειρά αντίξοων περιστατικών, που ανέτρεψαν το ημερήσιο πρόγραμμα εργασίας της, κάνει έναν απολογισμό όσων επωφελών και επιζήμιων της συνέβησαν, καταλήγοντας ότι υπήρξε «ισοστάθμιση θετικών και αρνητικών». Αυτή η «αρμονία», σύμφωνα και με τον τίτλο του διηγήματος, είναι η εντύπωση που δημιουργούν όλες οι ιστορίες του βιβλίου. Παρ’ ότι περιγράφονται αδιέξοδες ή και στενόχωρες καταστάσεις, μένει πάντοτε περιθώριο στους ήρωες για αντίσταση, διαγράφοντας μια αισιόδοξη προοπτική.
Ενα κοινό χαρακτηριστικό των διηγημάτων με τα μυθιστορήματα της Γαβαλά είναι η γυναικεία οπτική. Αλλάζουν, ωστόσο, οι ηλικίες των κεντρικών προσώπων. Στις καινούριες ιστορίες παρουσιάζονται τα άκρα του ηλικιακού φάσματος: νέα κορίτσια και ηλικιωμένες. Αντίστοιχα, αλλάζουν οι σχέσεις γύρω από τις οποίες πλέκονται οι ιστορίες, από ερωτικές γίνονται ενδοοικογενειακές. Ετσι όπως συμπαρατάσσονται οι ιστορίες των μεν και των δε, υποβάλλεται η αντιστοιχία ανάμεσα στις δύο ηλικίες. Από τη μια, τα ερωτικά σκιρτήματα, μετά βίας αναγνωρίσιμα, και από την άλλη, η ερωτική διέγερση, ως μη αναμενόμενη έκπληξη. Και στις δύο φάσεις, η σχέση με το άλλο φύλο διαγράφεται ανταγωνιστική. Είτε εκφράζεται παραβγαίνοντας στα παιχνίδια είτε στη συζυγική συνύπαρξη. Οσο για τις επιθυμίες, τόσο των κοριτσιών όσο και των ηλικιωμένων, σκοντάφτουν στο ανίσχυρο της ηλικίας και την εξάρτηση από τους άλλους. Η προνομιούχος σχέση μητέρας-κόρης διαγράφει, από ιστορία σε ιστορία, ολόκληρο το φάσμα, μέχρι την τελική αλλαγή θέσεων, με τη μητέρα να τρέφεται με μπιμπερό. Στα πρόσφατα διηγήματα της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου σκιαγραφείται η ίδια μεταλλαγή, με τη γερόντισσα γαντζωμένη στις κόρες της. Γιατί, πάντοτε, πρόκειται για θηλυκά, καθώς τα αρσενικά εγκαταλείπουν νωρίς την οικογενειακή εστία. Η σχέση, ωστόσο, με τη μητέρα περιγράφεται και σε διηγήματα ανδρών συγγραφέων, όπως στα πρόσφατα του Τάσου Καλούτσα, που δίνει με εξαίρετη ενάργεια τη συναισθηματική εξάρτηση. Τη φροντίδα, όμως, την αναλαμβάνει έμμισθα μια ξένη, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται η αντιμετάθεση ρόλων, που τονίζει τη φθορά.
Οι πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες αποκαλύπτουν την ιδιομορφία των συζυγικών σχέσεων, την οποία συγκαλύπτει συνήθως η καθημερινή ρουτίνα, με αποτέλεσμα να μη γίνεται αντιληπτή. Τα υποκοριστικά -«βολτούλες», «κουβεντούλα»- που επιστρατεύονται ως τίτλοι, καθώς και το εισαγωγικό μέρος των διηγημάτων, προδιαθέτουν για διηγήσεις μάλλον ιλαρών περιστατικών. Η αφήγηση κωλυσιεργεί επιδέξια, μέχρι που ανατρέπει τις προσδοκίες. Στη μία, πίσω από τη φαινομενικά αρμονική συνύπαρξη, κρύβεται ένα καθυστερημένο παιδί. Το ζεύγος έχει βρει ένα modus vivendi, με κυψελίδες ευδαιμονίας, που λειτουργεί προστατευτικά. Στην άλλη, που εκτυλίσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη συζυγική κλίνη, το ζεύγος βιώνει την απώθηση, αλλά και την ανάγκη προσκόλλησης των γεροντικών σωμάτων. Ωστόσο, όλες αυτές οι καταστάσεις, κοριτσιών και ηλικιωμένων, ενέχουν την υποψία ότι μπορεί και να σχηματοποιούνται, καθώς περιγράφονται από τη σκοπιά μιας μεσήλικης, δηλαδή της αφηγήτριας. Δηλώνει, άλλωστε, συγγραφέας και εμπνέεται γενικώς από τους αδυνάτους. Σε μια ιστορία, ένα θηλυπρεπές αγόρι, που δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει την ιδιαιτερότητά του, έρχεται αντιμέτωπο με τη βία. Σε μια άλλη, σκιαγραφείται ο σημερινός νεόπτωχος. Εχουμε την εντύπωση ότι είναι η πιο ενδιαφέρουσα της συλλογής, καθώς πλάθει, για πρώτη φορά, έναν ανέστιο, που γευματίζει στο ύπαιθρο με τα υπολείμματα της λαϊκής αγοράς, χωρίς να επαιτεί ή να ξεπέφτει σε μικρότητες, διατηρώντας έτσι την αξιοπρέπεια της προγενέστερης ζωής του. Οι ιστορίες, πάντως, στις οποίες υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο, με την ηρωίδα σε ρόλο συγγραφέως, να αφηγείται την υπόθεση και να ακούει τις κρίσεις τρίτων, ίσως να προσφέρονταν για πιο ουσιαστική εκμετάλλευση. Οπως και να έχει, η Γαβαλά κατόρθωσε να γράψει τις καλύτερες ιστορίες της με ένα θέμα, εκ πρώτης όψεως, απρόσφορο. Αυτό επικεντρώνεται στο ελάχιστο και συχνά ανάξιο λόγου της καθημερινότητας των φτωχών, των ανήμπορων και λοιπών αδύναμων. Ισως, το καλό αποτέλεσμα να προέκυψε γιατί κατόρθωσε να αποδώσει την εναγώνια προσπάθεια όλων αυτών να μη «σπάσουν», όπως διατυπώνεται στην ομότιτλη με τη συλλογή ιστορία. *