Κινηματογραφώντας την καταστροφή και τη διάσωση – Κείμενο από τον κατάλογο του 63ου
Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Τις πύλες του κινηματογράφου, ως σκηνοθέτης, τις διάβηκα αρχές της δεκαετίας του ’70, μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, κι ενώ ήδη είχα τελειώσει τις σπουδές μου, στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ. Όλα ξεκίνησαν με τις επιχορηγήσεις της Ford Foundation για παραγωγή ταινιών, μικρού και μεγάλου μήκους, κατόπιν διαγωνισμού, μέσω της εταιρείας και του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος». Το σενάριό μου είχε τον τίτλο «Άνθρωποι και τόποι υπό εξέλιξη –ταινία μικρού μήκους». Αναφερόταν στην εκδρομή μιας ομάδας λαϊκών ανθρώπων, για μπάνιο στη θάλασσα, στο Πόρτο-Ράφτη συγκεκριμένα, με ειδικό πούλμαν για δικαιούχους της Εργατικής Εστίας. Εκείνη την εποχή ζούσα στο Πόρτο-Ράφτη και, έχοντας παρατηρήσει από πολύ κοντά αυτές τις εξορμήσεις για θαλάσσια μπάνια, σκέφτηκα πως θα είχε ενδιαφέρον να κινηματογραφήσω μια τέτοια ομάδα, τη δραστηριότητα και τη συμπεριφορά των ανθρώπων μέσα και έξω από τη θάλασσα. Το ακανθώδες σημείο, στην όλη ιστορία, ήταν ότι απαιτούνταν πολύ συγκεκριμένες, ειδικές, καιρικές συνθήκες. Η παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν εκτεθειμένη στους σφοδρούς καλοκαιρινούς ανέμους, κάτι που, πολύ συχνά, τα έκανε χαλάστρα στους λουόμενους. Γι’ αυτό, άλλωστε, είχε επιλεγεί ως κινηματογραφικός χώρος. Αυτό ακριβώς ήταν το ζητούμενο. Πώς ένα σφοδρό μελτέμι, περαστικό συνήθως, καταστρέφει την εκδρομή, την απόλαυση και τη χαρά μιας ομάδας ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είχαν πολλές ευκαιρίες και τα οικονομικά μέσα για ανάλογη ψυχαγωγία. Στόχος, λοιπόν, ήταν η κινηματογράφηση της ματαίωσης μιας απόλαυσης. Από τη μια η επιθυμία για διασκέδαση, χαροποίηση, κι από τη άλλη, η αποτυχία πραγματοποίησης αυτής της επιθυμίας. Το σενάριό μου (ένας συνδυασμός φιξιόν και ντοκιμαντέρ) άρεσε στην επιτροπή και πήρε εύκολα έγκριση για χρηματοδότηση. Όλα καλά, μέχρι που κάποιος από την επιτροπή, θυμάμαι ήταν ο Βασίλης Ραφαηλίδης, με ρώτησε: «Και με τους θυελλώδεις ανέμους, τι ακριβώς θα κάνεις; Τις θύελλες δεν τις έχεις στο τσεπάκι, όποτε τις χρειάζεσαι. Θα πρέπει να τις κατασκευάσεις. Θα νοικιάσεις γεννήτριες ανέμου ή θα προσλάβεις κάνα λόχο να κουνά βεντάλιες; Πρόσεξε διότι τα χρήματα που σου αναλογούν είναι μετρημένα κουκιά, δεν είμαστε Χόλλυγουντ». Τότε μόνο συνειδητοποίησα, τι είχα σκεφτεί και τι είχα γράψει στο σενάριο, ενώ δεν είχα ιδέα πώς αυτό ακριβώς το σχέδιο έμελλε να υλοποιηθεί και να καταγραφεί ακέραιο σε φιλμ. Ήταν η οδυνηρή προσγείωση, λογική και αναμενόμενη, μιας ονειροπόλου και φιλόδοξης πρωτοεμφανιζόμενης, χωρίς σπουδές κινηματογράφου, έστω κι αυτές τις στοιχειώδεις της Σχολής Σταυράκου. Ωστόσο, η επιτροπή δεν έκανε πίσω, παρά το γεγονός πως έβλεπε την απορία μου και τη δυσχερή θέση μου. Πήρα τα χρήματα, κι από κει και πέρα ρίχτηκα σε μια περιπέτεια, δυσανάλογη με την εμπειρία μου ως κινηματογραφίστριας. Πώς θα κατασκευάσω μια ταινία, η οποία θα είναι, στην κυριολεξία, μια ταινία καταστροφής, με δεδομένη κατά πάσα πιθανότητα τη μη συνεργασία του καιρού; Με φυσικό τρόπο και με ελάχιστα χρήματα, που δεν επέτρεπαν την παραμικρή επικουρία της τεχνολογίας. Είχα δυο βδομάδες στη διάθεσή μου για γύρισμα, και οι άνεμοι του Ιούλη, πράγματι, δεν μου έκαναν καμιά χάρη. Τότε βρήκε ο καιρός να κάνει τα καπρίτσια του: τέλεια καλοκαιρία και άπνοια. Έτσι, αναγκάστηκα, παραμονή γυρίσματος, να βρω άλλους σεναριακούς δρόμους, εναλλακτικές λύσεις, προκειμένου να πετύχω αυτόν τον πολυπόθητο χολιγουντιανό τυφώνα διαρκείας, που θα οδηγούσε στην «καταστροφή της απόλαυσης», την οποία είχα οραματιστεί. Λοιπόν, δεν θα ήταν κυριολεκτική ανεμοθύελλα, ένα γνήσιο αιγαιοπελαγίτικο μπουρίνι, αλλά μια μεταφορική αναμπουμπούλα, στην οποία εμπλέκονταν άνθρωποι και τόποι. Την κατάσταση έσωσε, εν μέρει, ο οικοδομικός οργασμός στην περιοχή, ένας παρθένος λόφος παραδομένος σε μηχανήματα εκσκαφής και σε κτίστες, μιας και τότε ακριβώς κατασκευαζόταν το περίφημο «Απολλώνιο», σε σχέδια του πολεοδόμου και αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δοξιάδη. Πόσο, όμως, μια οικοδομική αναστάτωση και οι επακόλουθες συνέπειές της στη συμπεριφορά των ανθρώπων, μπόρεσαν να υποκαταστήσουν την ταραχή που συνήθως προκαλούσε η μάνητα της φύσης; Πάντως, η καταστροφή ενός λόφου για τη δημιουργία οικισμού με μπανγκαλόουζ ήταν, πράγματι, γεγονός. Άρα κάτι υπήρχε, στο περιβάλλον, που προξενούσε καταστροφή, το ζητούμενο δηλαδή του σεναρίου.
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, αναγκάστηκα να μελετήσω, να κατανοήσω, να αποστηθίσω, σε όλες τις διαστάσεις, τη γραμματική και το συντακτικό του κινηματογράφου. Πώς γράφεται ένα σενάριο; Πώς κατασκευάζεται μια ταινία, με τι πονηριές και πόσα τεχνάσματα, με πόσα κόλπα και στημένα θαύματα, όταν επιπροσθέτως δεν είσαι ο Κουροσάβα που γυρίζει το «Ραν»; Τι σημαίνει βρίσκω λύσεις και τι επινοώ εξόδους διάσωσης; Κυρίως, τι σημαίνει υπομονή και ψυχραιμία. Πόσο πολύτιμες είναι η ηρεμία κι η υπομονή, ενώ η αντοχή αποτελεί μονόδρομο. Φυσικά, όπως κάθε δύσκολο παιχνίδι, και αυτό, της κατασκευής μιας ταινίας, έχει τα καλά και τα όμορφά του. Κάτι που αντιστοιχεί και στη διάσωση, εν τέλει, μιας άλλης επιθυμίας, αυτής του «κάνω σινεμά». Καλοπιάνοντας τον ήλιο και φοβερίζοντας τα σύννεφα. Μαθαίνοντας πώς στήνονται τα ψέματα, πλάι στο πώς αποκαλύπτεται η αλήθεια. Πώς προσεγγίζεται η πραγματικότητα. Τι είναι η φιξιόν και τι το ντοκιμαντέρ; Πού και πώς συναντιούνται;
Η ταινία φυσικά πέτυχε εν μέρει, κανείς άλλωστε δεν περίμενε περισσότερα. Το εγχείρημα (πείραμα τελικά), όμως, άξιζε τον κόπο, διότι αποδείκνυε αυτό ακριβώς: όταν κάνεις τέχνη, κινηματογράφο εν προκειμένω (όπου η εντελής οργάνωση του σχεδίου, βασισμένη ιδιαιτέρως στο χρήμα, είναι ένας από τους βασικούς μοχλούς) θα αναμετρηθείς με το δύσκολο, το ανοίκειο, το δύστροπο, το αναπάντεχο, το υποφώσκον, το επίφοβο, μοιραία και το ακατόρθωτο. Πρωτίστως, οφείλεις να είσαι σε διαρκή ετοιμότητα, και να περιμένεις τα πάντα, έχοντας κατά νου και το επόμενο βήμα, το επόμενο σχέδιο, και στις βαλίτσες την πολύτιμη εμπειρία.
Έκτοτε, ό,τι έφτιαξα στον κινηματογράφο, στηριζόταν σε μια κυρίως αρχή. Από τη στιγμή που τα χρήματα πέφτουν με το σταγονόμετρο, προσαρμόζεσαι στο ισχύον καθεστώς, από την εκκίνηση του μαραθώνιου: κινηματογράφος χαμηλού προϋπολογισμού, χωρίς ανεμοθύελλες, σεισμούς κι εκρήξεις ηφαιστείων, αρκεί αυτός ο ορισμός (χαμηλός προϋπολογισμός) να συμβαδίζει με ένα ενδιαφέρον προσχέδιο, ένα μεστό σενάριο, ένα ευέλικτο σχήμα τεχνικών, μια ομάδα ηθοποιών εμπιστοσύνης – και κυρίως, κανείς να μη δουλέψει χωρίς να πληρωθεί. Απαραίτητη συνταγή επιτυχίας. Κάθε τι άλλο, κατά τη γνώμη μου, είναι καθαρή εκμετάλλευση, τόσο του μόχθου, του φιλότιμου των εργαζομένων, όσο και της φιλοδοξίας του καλλιτέχνη.
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι παίρνοντας ένα καλό μάθημα, όλες οι επόμενες ταινίες μου είχαν ως κεντρικό θέμα αυτό ακριβώς το μοτίβο: του περιορισμού, της απαγόρευσης, της φυσικής αδυναμίας, της συνειδητοποίησης των ανθρώπινων ορίων, της αποτυχίας αλλά και της προσπάθειας για αποφυγή δεινών.
Από τα μικρού μήκους: Στο «Κρεπ ντε Σιν» έχουμε τον περιορισμό ή την απαγόρευση της επιθυμίας (μιας εφήβου) εντός του πλαισίου ορθής συμπεριφοράς, σε μια τυπική, μικροαστική, οικογένεια των αθηναϊκών προαστίων. Στο «Από τη μια άκρη στην άλλη» είναι η ατελέσφορη αναζήτηση, μέσα από διαδοχικά ραντεβού με διαφορετικά πρόσωπα, εξεύρεσης χρημάτων για την παραγωγή μιας ταινίας. Στο «Αφήγηση/περιπέτεια/γλώσσα/σιωπή», έχουμε μια διαδρομή-αναζήτηση ταυτότητας, τριών νεαρών προσώπων (δύο αρρένων και μιας γυναίκας), μέσα από μια εναλλαγή τοπίων του ελλαδικού χώρου – άλλοτε με την ενεργοποίηση διαφορετικών γλωσσικών κωδίκων κι άλλοτε με την καταφυγή στην απόλυτη σιωπή και αδράνεια, την τυφλή περιπλάνηση. Το «Περί έρωτος- Χρυσάνθη ή οι αποτυχίες», όπως άλλωστε υπονοεί και ο τίτλος, αποτελεί μια διαδοχή αποτυχημένων ερωτικών συναντήσεων της ηρωίδας, και την στροφή της, ως ενστικτώδους κίνησης αυτοπροστασίας, στο ίδιο της το σώμα, στον εαυτό της.
Οι μεγάλου μήκους: «Το άρωμα της βιολέτας» ασχολείται, κυρίως, με την ανωριμότητα δύο κοριτσιών, δύο εξαδέλφων, με την αντιπαλότητά τους, με τις ιδιαιτερότητες του ψυχισμού τους, αλλά και με το αδιαμφισβήτητο κοινό τους σημείο, που είναι η εμμονή σε ψευδαισθήσεις, στερεότυπα και υποκατάστατα. Τέλος, το «Μαγικό γυαλί» πραγματεύεται, μέσα από έναν παραπειστικά ανάλαφρο τρόπο, την ευθραυστότητα στη σχέση ενός παντρεμένου ζευγαριού, τις εσωτερικές ή εξωτερικές απειλές που δέχεται η ένωσή τους, και την κοπιώδη διαδρομή που οφείλουν να διανύσουν οι ήρωες, προκειμένου να σιγουρευτούν για τις αλήθειες και τα ψέματα που περιβάλλουν την ερωτική τους ζωή, την κοινή τους ύπαρξη.
Συχνά με ρωτούν αν, την εποχή που έκανα ταινίες, έπαιζε καθοριστικό ρόλο το φύλο, αν δηλαδή οι κινηματογραφίστριες συναντούσαν πρόσθετα εμπόδια απ’ ό,τι οι κινηματογραφιστές. Καταρχάς, ήμασταν λιγότερες, αριθμητικά, κάτι που συνέβαλλε στο να είμαστε περισσότερο ευάλωτες, ως επαγγελματική ομάδα. Σε ατομικό έδαφος, όμως, υπήρχαν πολύ δυνατές προσωπικότητες (Μαρκετάκη, Λιάπα, Αγγελίδη, για παράδειγμα), το ανάστημα και η πορεία των οποίων δεν ήταν εύκολα αναχαιτίσιμη υπόθεση. Προσωπικά, γνώρισα ανθρώπους που αντιμετώπιζαν με καχυποψία την ενεργητικότητά μου. Συχνά άκουγα το «αφού σπούδασες φιλολογία, άντε να γίνεις δασκάλα, τι το θες το σινεμά;» Μάλλον επρόκειτο για κακόγουστους χαριεντισμούς, που ποτέ δεν έβαζαν πραγματικά εμπόδια. Αντιθέτως, υπήρχαν επιφανή πρόσωπα, που σε βοηθούσαν, με διάφορους τρόπους, να εξελιχθείς ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Καλοπροαίρετοι άνθρωποι, έτοιμοι να συνεισφέρουν στο να προστατευτεί η «μικρή μας γυναικεία καλύβα», κατά πώς θα ’λεγε η Ανιές Βαρντά (ma petite cabane). Θα αναφέρω μερικά ονόματα, όπως τον Παύλο Ζάννα (με την ιδιότητά του ως προέδρου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου), τον Κωστή Μοσκώφ (πολλαπλή η συνεισφορά του), τον Σωκράτη Καψάσκη (που μας παραχωρούσε γενναιόψυχα την αίθουσα του Studio για τις προβολές των ταινιών μας), τον Γιώργο Στάμου της Σινεμάτζικ (που αντιμετώπιζε με υπομονή και ευγένεια τις ανησυχίες μας γύρω από τεχνικά ζητήματα), τα παιδιά που δούλευαν στα εργαστήρια Σκλαβή (όπου κάναμε τα blow up των ταινιών μας). Όλοι τους μας έκριναν δίκαια, ισότιμα ως προς τους άρρενες, το αποτέλεσμα της δουλειάς μας μετρούσε. Ο βαθμός της εργατικότητας και του επαγγελματισμού μας. Αυτό καθόριζε και τον τρόπο της στάσης τους απέναντί μας. Λογικό δεν είναι;