Πώς να ζήσει κανείς αν δεν θέλει να πεθάνει. Η ιστορία του Φραντς Μπίμπερκοπφ – για το «Berlin Alexanderplatz» (1929) του Alfred Döblin και το «Berlin Alexanderplatz» (1980) του Rainer Werner Fassbinder
Το επάγγελμα του γιατρού μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς κακοποιούς. Από δω άντλησα ορισμένα ενδιαφέροντα και άξια να ειπωθούν πράγματα. Και όταν συναντούσα αυτούς τους ανθρώπους και πολλούς όμοιούς τους έξω, έβλεπα τούτη δω την κοινωνία, την κοινωνία μας, από ένα πολύ ιδιόμορφο πρίσμα: έβλεπα πως δεν υπάρχουν σαφώς καθορισμένα όρια ανάμεσα σε αυτούς που είναι εγκληματίες και σε αυτούς που δεν είναι, πως σε όλα τα δυνατά επίπεδα η κοινωνία ή καλύτερα αυτό που εγώ έβλεπα, ήταν ζυμωμένη με το έγκλημα. Ξέρω τις ανατολικές συνοικίες του Βερολίνου εδώ και δεκαετίες, γιατί εδώ μεγάλωσα, πήγα σχολείο, άνοιξα αργότερα ιατρείο. Ενώ λοιπόν πριν εκτιμούσα ιδιαίτερα τη φαντασία και μάλιστα την όσο γίνεται πιο αχαλίνωτη φαντασία, την τελευταία δεκαετία τη ματιά μου ή μάλλον την προσοχή μου ελκύει το περιβάλλον μου, το τοπίο μέσα στο οποίο κινούμαι κι εγώ. Εδώ είδα έναν ενδιαφέροντα, πραγματικά αληθινό τύπο ανθρώπων, που δεν έχει ακόμα περιγραφεί πλήρως. Μπόρεσα να παρατηρήσω αυτόν τον ανθρώπινο τύπο τις πιο διαφορετικές εποχές και κάτω από τις πιο διαφορετικές συνθήκες. Μάλιστα μπόρεσα να τον παρατηρήσω με έναν τρόπο που είναι ο μόνος αληθινός, δηλαδή ζώντας μαζί, δρώντας μαζί, συμπάσχοντας. Εδώ έζησα την ειρήνη, στον πόλεμο τους έβλεπα ευκαιριακά όταν ερχόμουν με άδεια, κι ύστερα ήμουν πάλι ανάμεσά τους το 1919 με την εξέγερση του Σπάρτακου, κι αργότερα την εποχή του πληθωρισμού και την περίοδο που ακολούθησε. Το βιβλίο, λοιπόν, δεν είναι παρά ένα δείγμα του πώς είδα τους ανθρώπους.
Αυτό που κυρίως τονίζεται και αποτελεί το θεμέλιο του βιβλίου «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» είναι η θέση που ανέλυσα στο φιλοσοφικό μου γραπτό «Das ich ϋber der Natur».
Β.ΜΠ. Βασική αρχή του στυλ αυτού του βιβλίου είναι το μοντάζ. Μικροαστικά έντυπα, ιστορίες σκανδάλων, ατυχήματα, συνταρακτικά γεγονότα του ’28, λαϊκά τραγούδια, αγγελίες, πλημμυρίζουν το κείμενο. Το μοντάζ ανατινάζει το μυθιστόρημα, ανατινάζει τόσο τη δομή όσο και το στυλ του, και ανοίγει νέες, πραγματικά επικές δυνατότητες. Γιατί το επικό του μοντάζ δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το γνήσιο στηρίζεται στο ντοκουμέντο. [η απόλυτη κυριαρχία του αυθεντικού] Είναι τα αποσπάσματα από τη Βίβλο, οι στατιστικές, τα τραγούδια του συρμού, μέσω των οποίων ο Ντέμπλιν προσδίδει κύρος στο επικό γεγονός.Το μοντάζ είναι τόσο πυκνό που ο συγγραφέας μόλις και μετά βίας βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει ο ίδιος. Είναι εκπληκτικό πόσο παρακολουθεί τις μορφές του πριν διακινδυνέψει να τις αφήσει να μιλήσουν.Πλησιάζει τα πράγματα προσεκτικά, όπως οφείλει κάθε επικός ποιητής. Ό,τι συμβαίνει , ακόμα και το ξαφνικό, μοιάζει να είναι προετοιμασμένο προ πολλού. Το βιβλίο είναι ένα μνημείο του γλωσσικού ιδιώματος του Βερολίνου, γιατί ο αφηγητής δεν ενδιαφέρεται καθόλου να προβάλει την πόλη πατριωτικο-καλλιτεχνικά. Μιλάει μέσα από την πόλη.Το Βερολίνο είναι το μεγάφωνό του. Τι είναι για το Βερολίνο η Αλεξάντερπλατς; Είναι το μέρος όπου συμβαίνουν οι πιο βίαιες αλλαγές. Πολεοδομικές-κοινωνικές-πολιτικές. Και επιπλέον, τονίζεται το κοινωνικό αρνητικό της: συγκεντρώνονται οι απατεώνες, οι κλέφτες, οι πόρνες, οι άνεργοι, οι φτωχοδιάβολοι. Ένας από αυτούς είναι και ο Φραντς Μπίμπερκοπφ. Η Αλεξάντερπλατς κυβερνάει τη ζωή του. Ο κόσμος του εγκλήματος και ο κόσμος των αστών αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο. Η πορεία του Φραντς Μπίμπερκοπφ που από νταβατζής γίνεται μικροαστός περιγράφει απλά μια ηρωική μεταμόρφωση της αστικής συνείδησης. Ο αναγνώστης δύο πράγματα συγκρατεί από αυτό το βιβλίο. Την ιστορία με το κομμένο χέρι και την υπόθεση της Μίτσε. Η απάντηση στα ερωτήματα βρίσκεται στη δεύτερη κιόλας σελίδα του βιβλίου. «Επειδή απαιτεί από τη ζωή κάτι περισσότερο από ένα κομμάτι ψωμί». Τον κατατρώει η πείνα του πεπρωμένου. Στο τέλος ο Φραντς Μπίμπερκοπφ γίνεται άνθρωπος χωρίς πεπρωμένο. Ενηλικιώνεται.