Για την ταινία «Dahomey» (2024), της Mati Diop
Dahomey – μια χώρα και μια ταινία. Διαβάζουμε στα «Commentaires» του Chris Marker, εκδ. Aux Éditions du Seuil, 1961, στο κείμενο με τον τίτλο «Και τα αγάλματα πεθαίνουν», που αναφέρεται στην ομότιτλη ταινία τού 1953, σε σκηνοθεσία των Αλαίν Ρεναί και Κρις Μαρκέρ: «’Οταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, εισέρχονται στην Ιστορία. Όταν τα αγάλματα πεθαίνουν, εισέρχονται στην τέχνη. Αυτή η βοτανική του θανάτου είναι ό,τι ονομάζουμε πολιτισμό». Και παρακάτω: «Η τέχνη των αφρικανών: την κοιτάζουμε ωσάν να έβρισκε τον λόγο ύπαρξής της μέσα στην ευχαρίστηση που μας προσφέρει. Οι προθέσεις του αφρικανού όταν τη δημιουργεί, η συγκίνηση του όταν την κοιτάζει, αυτό είναι που μας διαφεύγει. Επειδή είναι γραμμένες πάνω στο ξύλο, νομίζουμε ότι οι σκέψεις τους είναι αγάλματα. Και το βρίσκουμε γραφικό ενώ, εδώ ακριβώς, ένα μέλος της μαύρης κοινότητας βλέπει το πρόσωπο μιας ολόκληρης κουλτούρας».
Η σύντομη ταινία της Mati Diop «Dahomey», 2024, ποιητικό/φανταστικό/πολιτικό σινεμά και συγχρόνως ένα ντοκιμαντέρ-δριμύ κατηγορώ –με τη σημασία του «κινηματογράφος πολεμικής» – απέναντι στη θεμελιώδη αποικιακή ανήκεστο βλάβη που υπέστη η Ιστορία και ο Πολιτισμός της Δαχομέης (σύμφωνα με την αποικιοκρατική περίοδο), και σημερινής Λαϊκής Δημοκρατίας του Μπενίν, μετά την αυτονόμηση και την οριστική ανεξαρτησία της το 1960.
Ποιο είναι ακριβώς το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στην ταινία της Ματί Ντιόπ (Σενεγαλέζας από πατέρα, Γαλλίδας από μητέρα). Κατ’ αρχάς, η πολυφωνικότητα του εγχειρήματός της. Είκοσι έξι βασιλικοί θησαυροί της Δαχομέης, ελάχιστος αριθμός μέσα στις χιλιάδες αρχαία τέχνεργα, θύματα αρπαγής από τους αποικιοκράτες, ετοιμάζονται να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους, τη σημερινή Δημοκρατία του Μπενίν. Ένα αεροπορικό ταξίδι, μέσα σε ξύλινα κιβώτια, από το παρισινό μουσείο του Quai Branly σε μουσείο στο Μπενίν, με μοναδική ουσιαστικά συνοδεία τη μεγαλειώδη φωνή (εξαίρετο κινηματογραφικό εύρημα), σχεδόν τρομακτική μιας κι είναι η φωνή ενός κουρασμένου πολεμιστή που γυρίζει όμως θριαμβευτής, μετά από την πολύχρονη εξορία του. Είναι η βραχνή ρομποτική και συγχρόνως μαγεμένη φωνή του Άρχοντα Γκέζο, βγαλμένη κατευθείαν από τη γη και την ψυχή της βαθύτατης Αφρικής και όχι απλώς μέσα από ένα κιβώτιο, σαν μανιφέστο/κατηγορώ της ίδιας της αφρικανικής τέχνης, κάτι που αποτελεί και το μοναδικό σχόλιο σ’ αυτήν τη μετακίνηση, μια κίνηση καλής θελήσεως από μεριάς της σημερινής Γαλλικής Δημοκρατίας. «Και ο άλλος μέγιστος αριθμός των βασιλικών θησαυρών που έμειναν πίσω σε γαλλικό έδαφος;» αναρωτιούνται οι πολίτες του σημερινού Μπενίν, κυρίως διά στόματος των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Κοτονού, οι οποίοι σε μια φορτισμένη ριζοσπαστική συζήτηση, που επιζητεί να ανοίξει διόδους μέσα στις ουτοπίες, που εξακολουθούν να αποτελούν ένα από τα πλέον βασανιστικά ερωτήματα της μετά-αποικιοκρατικής εποχής. Οι φοιτητές, με τις ερωτήσεις και απαντήσεις τους, στη μεταξύ τους συζήτηση, μοιάζει να διερωτώνται: Ο λαός των αγαλμάτων πιθανόν να είναι και θνητός. Μια μέρα, τα ξύλινα και λίθινα πρόσωπά μας ίσως αλλοιωθούν ή διαλυθούν, με τη σειρά τους, οι πολιτισμοί συνήθως αφήνουν πίσω τους ίχνη ακρωτηριασμένα. Όμως, ένα αντικείμενο είναι πραγματικά νεκρό μόνο όταν το ζωντανό βλέμμα, που πέφτει πάνω του, εξαφανίζεται. Αυτό ακριβώς το βλέμμα οφείλουμε να κρατήσουμε ζωντανό, εις το διηνεκές, κάτι που είναι η σωτήρια υποχρέωσή μας. Η ιστορία αυτή δεν είναι μόνο μια ιστορία μουσείων– έστω επισήμως –, αλλά κυρίως ιστορία ψυχής κι ελευθερίας, αδέσμευτου πνεύματος. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο.