Μαρία Γαβαλά

Εισβολέας, τριγυρίστρα ή μεσολαβήτρια; για την ταινία «Η ταξιδιώτισσα», 2024, του Χονγκ Σανγκ-σου

Τι αντιλαμβανόμαστε και τι γνωρίζουμε για μια μεσόκοπη γαλλίδα ταξιδιώτισσα, ονόματι Ίρις, που τριγυρνά στη Σεούλ, ως flâneuse (περιπατήτρια), και τρυπώνει σε τρία νοτιοκορεατικά σπίτια, είτε με προσχηματικό τρόπο είτε λόγω προσωπικής ανάγκης; Σίγουρα, πολύ λιγότερα απ’ όσα δεν είναι εύκολα και άμεσα αντιληπτά ή απ’ όσα νομίζουμε πως δεν μας επιτρέπει να γνωρίζουμε η ίδια η ταινία του Χονγκ Σανγκ-σου; Και όπως το συνηθίζει άλλωστε ο νοτιοκορεάτης καλλιτέχνης, τέτοιου είδους ολοφάνερες πληροφορίες εκ μέρους του είναι ελάχιστες έως σπάνιες – κατά τα φαινόμενα πάντα. Άρα ο θεατής έχει δύο επιλογές: ή πρέπει να στύψει το μυαλό του, αν επιλέξει να ερμηνεύσει κάθε αφηρημένη έννοια και σημασία των ταινιών του, ή να αφεθεί –ελεύθερα και αναπαυτικά – στη ροή των εικόνων και της αφήγησής του, σαν να απολαμβάνει κάποιο αλκοολούχο ποτό – εδώ προτείνεται το κορεάτικο μαγκεόλι – και αφήνοντας τα αινιγματικά, μεθυστικά, μυστικά των ίδιων των κινηματογραφικών εικόνων και ηρώων του να επενεργήσουν στο νευρικό σύστημα και στα συναισθήματά του, ως θεατή.
Τα λεξικά, το ρήμα “flâner”, το ερμηνεύουν και μεταφράζουν ως «περιπλανιέμαι, χαζεύω, σουλατσάρω, χουζουρεύω», όλα όσα κάνει μεταξύ άλλων η Ίρις (ποια άλλη θα μπορούσε να το κάνει τόσο σαγηνευτικά όσο η Ιζαμπέλ Ιπέρ;) η οποία επιμένει σε αυτό το όνομα, αρνούμενη κατηγορηματικά το Άιρις. Θα είμαστε εντελώς άδικοι όμως, αν παραμερίσουμε και μια σειρά από άλλες συνήθειες ή δεξιότητές της. Παρατηρώ τον κόσμο, οσμίζομαι τη φύση, γεύομαι με μεγάλη όρεξη τα φαγητά και το παραδοσιακό ρυζόκρασο της χώρας, βυθίζω τα πόδια στο άγνωστο νερό, εξαπατώ, δίνω με προσωπικά μοναδικό τρόπο μαθήματα γαλλικών για οικονομικούς λόγους (πληρωμή ενοικίου για διανυκτερεύσεις και συντροφιά συγκατοίκησης), αλλά παρομοίως και μαθήματα ζωής, αναπνοών, ενδοσκόπησης (θέτοντας ερωτήματα στις μαθήτριές της), αδιαφορίας, βαριεστημάρας, συγκίνησης, ενσυναίσθησης, ακρίβειας, περιέργειας, απορίας, διείσδυσης μες στην ψυχή του συνομιλητή της μέσω στοχευμένων ερωτήσεων, σαν ερασιτέχνις ψυχαναλύτρια…, και άλλα πολλά. Κατέχει την τέχνη για όλα αυτά και την εφαρμόζει με την πλέον κατάλληλη δυτικότροπη αλαζονική θυμοσοφία, συν τη γαλατική ευγένεια, την τσαχπινιά, το χιούμορ και την πονηριά/ειρωνεία. Σαν ανακρίτρια-εισβολέας, αναιδής έπηλυς σε σπίτια αιφνιδιασμένων, σχεδόν μουδιασμένων, αυτοχθόνων. Περιβόλι, όντως, η Ίρις, γόνιμο όμως, καταπράσινο, θαλερό, μέσα σε όλη την αλλόκοτη αλήθεια και τις ουρανοκατέβατες συνήθειες που κουβαλά στο σακούλι της, πάνω στα καρτελάκια της, και με το αγαπημένο της στυλό πάντα για να κρατά τις απαραίτητες σημειώσεις. «Βρε, μήπως είναι καμιά ανθρωπολόγος ή μυθιστοριογράφος;» αναρωτιέται ο θεατής στο μπροστινό μου κάθισμα στο Άστυ. Θα μπορούσε να είναι, η ίδια δίνει κάποιες θολές εξηγήσεις, όπως και θα μπορούσε να είναι κάποια που απλώς βαρέθηκε τον Δυτικό κόσμο και τον πολιτισμό του, τις σύγχρονες δυτικές αναπηρίες (κάθε είδους), και ζητά ανακούφιση, παρηγοριά και καταφύγιο στην Ανατολή. Αλλά μήπως και η Ανατολή δεν έχει τις δικές της αναπηρίες, τις δικές της αντιφάσεις, τους ιδιαίτερους δυσλειτουργικούς μηχανισμούς της, σε διάφορους τομείς; Δεν τους δείχνει, με υπαινικτικό έστω τρόπο, σε κάθε ταινία του ο Χονγκ Σανγκ-σου;
Απαντήσεις θα μπορούσε, πιθανόν, να δώσει η ίδια η γλώσσα: στην ταινία ακούγονται κυρίως δύο γλώσσες.Τα αγγλικά, μιλημένα από αλλόγλωσσους και τα κορεατικά, μιλημένα από κορεάτες. Τα γαλλικά έρχονται κατόπιν, κυρίως στις συμπερασματικές σημειώσεις της γαλλίδας «δασκάλας», οι οποίες αποτελούν και τις μοναδικές μαθησιακές ασκήσεις που προτείνει στις μαθήτριές της. Και οι μαθήτριες αρκούνται σε αυτές, αφού με τον ίδιο, πάνω κάτω, τρόπο μπορούν να προσφέρουν, ως αντάλλαγμα, στην αλλόκοτη δασκάλα τους διάφορες γνώσεις, σχετικές με αγάλματα κορεατών ποιητών, που κοσμούν την πόλη, ή κάνοντάς της γνωστά τα ποιήματά τους, σε αγγλική ή γαλλική μετάφραση. Τα νοητά εμπόδια, τα συρματοπλέγματα έχουν ξεπεραστεί με πανέξυπνο τρόπο. Μια αλλόκοτη φιλία αιωρείται στην ατμόσφαιρα και ένα θεαματικό, μεγαλόκαρδο, νοτιοκορεατικό «τώρα πατσίσαμε, ισοπαλία, και μάλιστα δωρεάν», σαν περαστικό σύννεφο. Άρα, εδώ βλέπουμε, χωρίς να χρειάζεται να σπάσουμε το κεφάλι μας, ένα πολύ όμορφο πάρε-δώσε, μια ανταλλαγή ανατολικών-δυτικών πληροφοριών, κάτι σαν σύγκλιση διαφορετικών πολιτισμικών αγαθών (δυτική, ευρωπαϊκή γλώσσα-ασιατική ποίηση).
Η Ίρις, κατά τη γνώμη μου, είναι μια γυναίκα πανούργα ως προς τις εκμαιευτικές μεθόδους που χρησιμοποιεί, προκειμένου να πετύχει διάφορες πολισμικές όσο και ανθρώπινες προσεγγίσεις/συγκλίσεις, διάφορα τάχα μου τυχαία συναπαντήματα μεταξύ του εαυτού της (μιας γαλλίδας χωρίς άλλα επίσημα διαπιστευτήρια για τη δουλειά που της ζητούν να κάνει, και χωρίς καμιά αμφισβήτηση για τις ικανότητές της από μεριάς των εργοδοτών της) και μιας χώρας της ανατολής, που μπορεί να φαντάζει μακρινή, ανεπτυγμένη οικονομικά και πολιτισμικά, διαφορετική, εξωτική, πλήν όμως σε πολλά σημεία οι διαφορές στις συμπεριφορές των ανθρώπων είναι δυσδιάκριτες, ανάμεσα Ανατολής και Δύσης, κάτι που είναι απολύτως φανερό στις ανθρώπινες επαφές. Για παράδειγμα: δείτε τον νευρωσικό τρόπο με τον οποίο αντιδρά η μάνα του νεαρού, όταν βρίσκει στο σπίτι του γιου της την ξέμπαρκη συνομήλική της γαλλίδα, την οποία αμέσως κρίνει ως αντίπαλο, αντίζηλο και εχθρά της. Με τον τρόπο ακριβώς που θα το έκανε μια συντηρητική, καταβροχθιστική, μάνα του δυτικού κόσμου, στην ιδέα πως χάνει τον κανακάρη της, εξαιτίας μιας αλλοδαπής καινούριας ερωμένης και μητέρας. Πιστεύω ότι δεν είναι και τόσο ανεξήγητα «σκοτεινός» ο Χονγκ Σανγκ-σου, όσο θέλουμε να πιστεύουμε, και δεν είναι μόνο ποιητής και εικονοκλάστης. Προσηλωμένος στις εμμονές του μεν, καθαρά ρεαλιστής δε, μας αρέσει δεν μας αρέσει αυτός ο τελευταίος χαρακτηρισμός. Μόνο που ο καλλιτέχνης, αυτά τα τόσο αντιθετικά (υποτίθεται) μεταξύ τους στοιχεία, τα έχει τόσο πολύ συνταιριάξει στο έργο του, ώστε αυτό αποκτά πρόσθετη βαρύτητα, μοναδικότητα, σπουδαιότητα, αρκεί να έχουμε την όρεξη να διακρίνουμε τις συγκλίσεις και τις προσεγγίσεις ανάμεσα στις λεπτές, μελωδικές, πινελιές οι οποίες καθορίζουν, σαν αυστηρές συντεταγμένες, το έργο του.
Μένει να πούμε λίγα λόγια για το όνομα Ίρις. Το θεωρώ καθοριστικό στοιχείο. Δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή. Ως προς την ελληνική μυθολογία, η Ίρις ήταν δευτερεύουσα θεά του Ολύμπου, θεά του ουράνιου τόξου, που πρόσφερε βοήθεια σε γυναίκες, ακόμα και στις γέννες τους, ακόμα και στο ξεψύχισμά τους, μια δοτική ύπαρξη, πρόθυμη μεσάζουσα, αλλά και μια φωτεινή παρουσία, κάτι σαν Αρχάγγελος. Ως προς τη βοτανική, πρόκειται για τοξικό αλλά και ιαματικό φυτό, στενά φύλλα και πολύχρωμα άνθη με αρωματικές ιδιότητες. Για τούτο η Ιζαμπέλ Ιπέρ, φτερωτή και ορμητική, αν και ενίοτε κουρασμένη ταξιδιώτισσα, φοράει σε όλη την ταινία το ίδιο λουλουδάτο φόρεμα, πράσινη ζακέτα σαν την καλπάζουσα φύση και ψαθάκι στο κεφάλι αντί για πέπλο. Η ταινία παίζεται στο Άστυ. Όσοι δεν την είδατε, προλαβαίνετε…

Όλα τα κείμενα για τον κινηματογράφο