ΜΑΡΙΑ ΓΑΒΑΛΑ

Το ταξί-σινεμά και η διακριτή ευφυΐα των Ιρανών – ένα σχόλιο για το «Ταξί» (2015) του Τζαφάρ Παναχί

Τι ακριβώς μπορεί να πράξει ένας καλλιτέχνης, ένας δημιουργός, όταν τον εξαναγκάζουν (στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα αυταρχικό, ανελεύθερο και θεοκρατικό καθεστώς, φανατισμού και πολιτικής συντηρητικότητας) να μείνει μακριά από το αντικείμενο που αποτελεί, κατεξοχήν, τον τρόπο σκέψης και κοινωνικής συμπεριφοράς του, την κύρια έγνοια του, και κατά συνέπεια το νόημα της ζωής του; Πώς θα δαμάσει τις ανησυχίες και παρορμήσεις του, την ανθρώπινη και την καλλιτεχνική ευαισθησία του, πώς θα ενορχηστρώσει τα διαφορετικά στοιχεία και τεκμήρια που συλλέγει στο περιβάλλον του, όλα αυτά που συγκροτούν την ιδιαιτερότητα του ιστού της κοινωνίας του; Πώς θα συγκροτήσει επίσης τις δικές του σκέψεις και ιδέες; Τις προσωπικές του προτάσεις και όχι, σώνει και καλά, την πιεστική και εγωκεντρική, ατομική, δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία του; Από την άλλη, πώς θα διασώσει και θα διαφυλάξει την εγωτιστική του ταυτότητα (την ταυτότητα του πολίτη/καλλιτέχνη που μιλά για τον εαυτό του); Πέρα από την απλή κατασκευή μιας ταινίας δρόμου, βλέποντας το εγχείρημα του Παναχί, βρισκόμαστε ενώπιον της ευφυέστατης ιδέας ενός στενόχωρου και περιχαρακωμένου απομονωτηρίου/ παρατηρητηρίου (κάτι παραπλήσιο, όσο και διαφορετικό, συνέβαινε και με το «Δέκα», 2002, του Αμπάς Κιαροστάμι), που όμως ταυτοχρόνως τίθεται σε διαρκή κίνηση και – κατά το δοκούν του ανθρώπου που συντονίζει τα νήματα της όλης ιστορίας – διακρίνεται από τη δυνατότητα να ανοίγει και να κλείνει τις πύλες εισόδου, επιτρέποντας την προσέλευση διαφόρων επισκεπτών, όπως και να διασχίζει τον χώρο και τον χρόνο μιας θολά κινηματογραφημένης πόλης (έτσι ώστε τα γεωγραφικά όρια γίνονται ρευστά και θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πρόκειται για την Αθήνα ή την Άγκυρα), να τρυπώνει σε λεωφόρους, γειτονιές, απόμακρες γωνίες, να συνεπικουρεί (μέσω αυτής της κίνησης και διείσδυσης) στο πλάσιμο ιστοριών που διακρίνονται τόσο για την «ιρανικότητά» τους, όσο και για τη χυμώδη σύστασή τους: είναι παράδοξες, αλλόκοτες, ενίοτε σουρεαλιστικές, πολιτικά αλληγορικές ίσως, είναι πνευματώδεις, κωμικές και δραματικές, απλές και σύνθετες, είναι συγκινητικές, είναι ανθρώπινες (με την πλήρη σημασία της λέξης).
Ο Τζαφάρ Παναχί έχει κατορθώσει το σχεδόν αδιανόητο. Τον συνδυασμό στοιχείων με πολλαπλές σημασίες, ενίοτε αντίθετες ή συγκρουόμενες. Να συνταιριάξει το «μέσα και το έξω», το «κλειστό και το ανοικτό», το «απαγορευμένο και το επιτρεπτό», «το ιρανικό και το οικουμενικό», την «καθήλωση και την κίνηση», το «άχρονο και χρονικά συγκεκριμένο», τον «σκηνοθέτη και ταυτοχρόνως σκηνοθετούμενο», την «προσποίηση και το ξεμασκάρεμα του κάθε ψέματος», τον «μύθο και την απομυθοποίησή του», τη «μυθοπλασία και το ντοκουμέντο», το «αφήγημα και την ανάδυση στην επιφάνεια όλων των τεχνασμάτων μιας αφήγησης», την «ευρηματικότητα και την πονηριά του καλλιτέχνη», τις «παγίδες που στήνει για να πετύχει τον σκοπό του» και, τέλος, τον «αφοπλισμό του και την παραδοχή της όποιας ήττας του» (ιδιαιτέρως στις σκηνές με την παιδούλα σκηνοθέτρια, ο λόγος της οποίας γύρω από τη λογική της κατασκευής μιας ταινίας, και σχετικά με τα γρανάζια της λογοκρισίας απ’ όπου είναι υποχρεωμένη να περάσει η ταινία προτού διανεμηθεί, βγάζει τον σκηνοθέτη-οδηγό, κυριολεκτικά, νοκ άουτ).

Και μια ακόμα λεπτομέρεια: το εγχείρημα του Παναχί κατορθώνει να επισημάνει, συνοπτικά αλλά καίρια, πως η συνύπαρξη καταστολής και ελευθερίας, απαγορευμένου και επιτρεπτού, αυταρχικότητας και ταπεινότητας, εντέλει είναι αναγκαίο κακό. Δίπολοι κινητήριοι μοχλοί ενός τεράστιου μηχανισμού που για να πάρει μπροστά και να λειτουργήσει σωστά έχει ανάγκη και το άσπρο και το μαύρο, και το καλό και το κακό, και το δηλητηριώδες φίδι και την άκακη, ανυπεράσπιστη, πεταλούδα. Μέσα σε τέτοιο πλαίσιο, κυρίως, ο άνθρωπος μπορεί να θέσει σε δοκιμασία τα όρια και τις αντιστάσεις του, να ανακαλύψει τα «ύψη» και τα «βάθη» του, την αντοχή του. Δεν είναι τυχαίο που ο σκηνοθέτης-οδηγός ταξί δέχεται ή αρνείται, βάζει μέσα ή πετάει έξω όποιον πελάτη του αρέσει ή δεν του αρέσει. Που συνεχώς αποδέχεται ή διαγράφει τα πρόσωπα του σεναρίου το οποίο εκπονεί καθ’ οδόν, αλλά έχει σχεδιάσει προ πολλού στρατηγικά μες το μυαλό του. Που παίρνει το δικαίωμα να επιλέγει ή να καταργεί τους συμπρωταγωνιστές του. Να τους κρίνει με συνοπτικές διαδικασίες και να τους ξαποστέλνει στην άσφαλτο της ανυπαρξίας και της λήθης. Ή ακόμα και αιμόφυρτους σε κάποιο νοσοκομείο, παίζοντας κρυφτούλι ή ντόμινο με τη μοίρα τους και την κληρονομιά που αφήνουν πίσω τους. Να τους εγκρίνει ή να τους απορρίπτει, ως ανθρώπινους χαρακτήρες και ως πιόνια ενός παιχνιδιού που υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες. Προϊόντα της φαντασίας και της σκέψης του είναι, ούτως ή άλλως. Έτσι άλλωστε είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί ένας συνεπής σκηνοθέτης, αυταρχικά, και απέναντι σε ανθρώπους που δεν είναι μυθοπλαστικά πρόσωπα αλλά αληθινά όντα (επαγγελματίες, εργαζόμενοι στο κινηματογραφικό σετ, καλλιτεχνικοί συνεργάτες του) προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του και να ολοκληρώσει το όραμά του. Ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ιδιαιτέρως, είναι ένας κατεξοχήν δικτατορίσκος, ένας ηγέτης θρησκευτικής σέχτας, ένας σατράπης οδηγός ταξί ή λεωφορείου που κουβαλά την πολυπληθή (ή ολιγομελή) ομάδα που χρειάζεται ώστε να φτιαχτεί μια ταινία, η ταινία Του. Επίσης, δεν είναι διόλου τυχαίο, από μια άλλη οπτική γωνία, πως το Ιράν, μέσα στη ανελευθερία και στον θεοκρατικό δεσποτισμό του, έβγαλε και συνεχίζει να βγάζει μια ολόκληρη σειρά σκηνοθετών (για να μην αναφερθώ και σε άλλους τομείς της καλλιτεχνικής, ή μη, έκφρασης και δημιουργικότητας) που διακρίνονται για την ευφυΐα, την ευρηματικότητα, το καλλιτεχνικό σθένος και την ανθρώπινη τόλμη τους. Για τη μυθοπλαστική, την αφηγηματική δεινότητα και τη γοητεία των εικόνων τους. Ο Αμπάς Κιαροστάμι, ο Ασγκάρ Φαραντί, ο Τζαφάρ Παναχί, ο Σοχράμπ Σαχίντ Σαλές, ο Αμίρ Ναντερί (και τόσοι άλλοι ακόμα, εγκλωβισμένοι στη χώρα τους ή έστω απεγκλωβισμένοι σε χώρες του εξωτερικού) το αποδεικνύουν συνεχώς περίτρανα, ξεδιπλώνοντας έναν κόσμο άγνωστο, κρυμμένο, έναν κόσμο που πιθανόν δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα πλήρως, ή που τώρα βγαίνει στο φως, καλώντας μας να γνωρίσουμε όσες μυστικές πτυχές του είναι δυνατόν να έρθουν στην επιφάνεια, μαντεύοντας εκ παραλλήλου όσες λεπτομέρειες κρύβονται σε ένα εκούσιο ανείπωτο ή σε ένα επιβεβλημένα ασαφές δεδηλωμένο. Άλλωστε, όπως λέει ο ίδιος ο Αμπάς Κιαροστάμι, παλιός συνεργάτης του Παναχί: «Αν θεωρείς τον κινηματογράφο τέχνη, δεν μπορείς να τον απομονώσεις από το διφορούμενο και από το μυστήριο».