Για την ταινία «La Bête» («Το Θηρίο») του Bertrand Bonello (2023)
ΦΟΒΟΣ ή ΑΓΑΠΗ; Ο έρωτας ή το χάος; Και χωρίς κανένα ερωτηματικό, το άγχος της καταστροφής και το αίτημα για εμπιστοσύνη. «Εμπιστεύσου με», αυτό ζητά επίμονα κι απεγνωσμένα η Γκαμπριέλ (Λεά Σεϊντού), στο τέλος της ιστορίας, από τον Λούις (Τζορτζ ΜακΚέι), στο «La bête-Το θηρίο», 2023, του Μπερτράν Μπονελό.
Μία από τις σημαντικότερες ταινίες της περασμένης χρονιάς στις ελληνικές αίθουσες, ταινία που αν δεν την δεις προσεκτικά, σε βάθος, με διάθεση εξερεύνησης ενός αρκετά σκοτεινού κινηματογραφικού «πλανήτη», είναι δύσκολο να εκτιμήσεις την πραγματική αξία της. Όσο είναι και αρκετά δύσκολη η κατάταξή της σε κάποιο συγκεκριμένο είδος. Επιστημονική φαντασία με άλματα στον χρόνο, με την προσφυγή στα μέσα και τις μεθόδους της αναπαραγωγικότητας (πειράματα, τεστ, πρότυπα μετρήσεων), ποιητικό/φιλοσοφικό αφήγημα- παιγνιώδες θρίλερ, ένας ονειρικός εφιάλτης αλά Ντέιβιντ Λιντς με στοιχεία μελοδράματος ή ένα εγκεφαλικό εγχείρημα (όπως γράφτηκε) που προβληματίζεται γύρω από ζητήματα του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος της μοίρας της ανθρωπότητας; Ένα κινηματογραφικό ταξίδι μες στην κάψουλα του χρόνου και συγχρόνως ένα δοκίμιο καταστροφολογίας (η ύπαρξη που καθορίζεται από τον φόβο ότι κάποιο απροσδιόριστο κακό θα συμβεί, κακό που είναι ο φόβος, αυτός καθαυτός, εμποδίζοντας το άτομο να ζήσει καλά τη ζωή του);
Ταξίδι, νομίζω, είναι ούτως ή άλλως. Πρώτα πρώτα μέσα στα ίδια τα «μέσα» του κινηματογράφου, ακολουθώντας πιστά και σταθερά μια σινε-τροχιά. Ξεκινώντας από μια κινηματογράφηση μπροστά σε green screen effect, μια πράσινη οθόνη για φόντο που, αφού την αφαιρέσεις, στη συνέχεια μπορείς να «στήσεις» ό,τι θέλεις απ’ όσα χρειάζεσαι προκειμένου να διηγηθείς την ιστορία σου, τον μύθο σου μέσα από την εικόνα – άρα να γίνεις, αν χρειαστεί, κατασκευαστής οπτικών θαυμάτων ή μεγάλων καταστροφών. Η ιστορία του Μπονελό ποτέ δεν χάνει την ευκαιρία να μας υπενθυμίσει ότι «αυτό που παρακολουθούμε να εξελίσσεται είναι ξεκάθαρο σινεμά και μόνο αυτό». Εκ παραλλήλου, η ταινία του είναι και ένα εγχείρημα που υποστηρίζει με σθένος, τόσο την από πολύ παλιά στενή σχέση του κινηματογράφου με άλλες τέχνες – με τη λογοτεχνία, για παράδειγμα, δηλώνοντας συγγένεια με το υπαρξιακό άγχος στο «Θηρίο στη ζούγκλα» του Χένρι Τζέιμς ή με τη μουσική, με αναφορές στον Άρνολντ Σένμπεργκ, κυρίως αν σκεφτούμε τη σεκάνς στο εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται οι κούκλες, σεκάνς που ξετυλίγεται στους ρυθμούς μιας αβάν-γκαρντ σονάτας, αποτελώντας ένα σκηνοθετικό επίτευγμα από μεριάς του συγκεκριμένου δημιουργού. Εγχείρημα όμως που είναι και φόρος τιμής στο φανταστικό/ποιητικό κινηματογραφικό σύμπαν του Αλαίν Ρεναί – σε ταινίες όπως «L’Année dernière à Marienbad», «Je t’ aime, je t’ aime» ή «L’ amour a mort».
Tα πρόσωπα του έργου θα μπορούσε να τα φανταστεί κανείς και ως πολιτισμικά προϊόντα, από τη στιγμή που η μνήμη διαμορφώνεται κυρίως μέσα από την τέχνη – σινεμά, οπτικοακουστικές τέχνες, αλλά και internet… Με ιδιαίτερη βαρύτητα να δίνεται στην τεχνητή νοημοσύνη, τη μίμηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα από υπολογιστικά συστήματα. Έτσι, η Γκαμπριέλ είναι ένα υποκείμενο το οποίο θα καταφύγει (το έτος 2044) στην τεχνητή νοημοσύνη, αναζητώντας βοήθεια προκειμένου να ζήσει με τον τρόπο που το επιθυμεί η ίδια, και μόνο, χωρίς να χάσει τα συναισθήματά της, τα οποία την κάνουν άτομο ξεχωριστό. Θα υποβληθεί, εξαναγκασμένη να το υποστεί, ως μοναδική λύση, σε μια κούρα επαναφοράς σε προηγούμενους χρόνους ύπαρξης (το καταποντισμένο Παρίσι του 1910, τη στιγμή υπερχείλισης του Σηκουάνα –το Λος Άντζελες των σεισμικών δονήσεων, της κουλτούρας της διαφήμισης και της αντιγραφής ή μίμησης προτύπων του θεάματος, το έτος 2014), χρόνους και χώρους ανεξάρτητους μεταξύ τους. Θα παραδοθεί στα χέρια βοηθών κούρας καθαρισμού του DNA της (βλέπε τη μυστηριώδη νοσοκόμα/συνοδό Κέλλυ, μια φιγούρα με υπερτονισμένα χαρακτηριστικά, αφρικανικής καταγωγής, που προτείνει στην Γκαμπριέλ να κάνουν σεξ, ως ένα μέσον συνοδευτικό της θεραπείας).
Η Γκαμπριέλ δέχεται να ρισκάρει και να γυρίσει σε ένα άγνωστο και σκοτεινό παρελθόν (με πλημμύρες, σεισμούς, πυρκαγιές), το οποίο αναγνωρίζει με δυσκολία (εδώ να τολμήσουμε να συνταυτίσουμε την υπερχείλιση του Σηκουάνα με τον ορισμό της «υπερχείλισης προσωρινής μνήμης»), με την προϋπόθεση πως θα συνεχίσει να διατηρεί τα συναισθήματά της, αλλά και τα δικαιώματά της πάνω στη συντροφικότητα, τη φιλία, την εμπιστοσύνη, την εργασιακή ικανότητα και, κυρίως, πάνω στον έρωτα.
«Εμπιστεύσου με!» θα ζητήσει από τον Λούις, τον έρωτα της διαχρονικής ζωής της, για τον οποίο όμως δεν γνωρίζουμε τίποτα απολύτως: είναι πραγματικός άνθρωπος, ένας κοινωνιοπαθής νεαρός της Αμερικής του 2014, μιας Αμερικής του θεάματος, με μοντέλο/πρότυπο για τον σκηνοθέτη Μπονελό τους incels, μέσω του προσώπου του Έλιοτ Ρότζερ, ο οποίος έστειλε από μίσος στον άλλο κόσμο νεαρές γυναίκες, αφού δεν μπορούσε να κάνει έρωτα μαζί τους παρά μόνο στα όνειρά του; Ή μήπως ο Λούις, το αντικείμενο του πόθου της Γκαμπριέλ, δεν είναι παρά κάτι σαν ρεπλίκα, ένα αποκρουστικό κατασκεύασμα (που το μόνο που επιθυμεί είναι να σκοτώσει μια αληθινή γυναίκα μέσα σε πισίνα, για τον λόγο πως δεν μπορεί να τη γευτεί ερωτικά παρά μόνο στα όνειρά του), ένα όργανο καταστροφής που φέρεται «έτσι ακριβώς», προγραμματισμένο από κάποιον σατανικό υπολογιστή;
Ταινία αγωνίας και πεσιμισμού η ίδια, απέναντι σε ένα εφιαλτικό παρόν που αναμένεται εφιαλτικότερο ως προς το μέλλον, το «Θηρίο» του Μπονελό δεν είναι μόνο μια κραυγή τρόμου, από τα βάθη της ψυχής της Γκαμπριέλ, με την οποία κραυγή κλείνει την κινηματογραφική του τροχιά. Ταυτοχρόνως, κατά τη γνώμη μου, είναι και μια αδιάσειστη απόδειξη (βλέπε και ευχή) ότι ο κόσμος μας, ο πολιτισμός μας, αντιστέκονται σθεναρά απέναντι στην καταστροφή, με όπλο τις αντι-μηδενιστικές δεξιότητες του αθρώπου. Αυτό ακριβώς μεταφέρουν και μεταδίδουν με αξιοθαύμαστο τρόπο τα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών/χαρακτήρων, της Σεϊντού-Γκαμπριέλ και του ΜακΚέι-Λούις, ειδικά στην θετική εκδοχή του, όχι εκείνην του κοινωνιοπαθούς. Ερμηνείες χαρακτήρων που υποστηρίζουν με σθένος μια δυνατή κινηματογραφική κατασκευή, και ένα κινηματογραφικό δημιούργημα που υποστηρίζει, εξίσου μαεστρικά, με κάθε κινηματογραφικό τρόπο, τους πανάξιους ερμηνευτές του. Κόντρα σε κάθε δύναμη του σκότους, του χάους και της καταστροφής. (Σημ. Η συγκεκριμένη ταινία δεν χωρά σε λίστες του τέλους της χρονιάς, ούτε έχει ανάγκη από αστερίσκους).