Σχόλιο για την ταινία «Unrueh» («Ωρολογιακός μηχανισμός») του Cyril Schäublin (2022)
Μια σπουδαία ταινία, ελάχιστα προβεβλημένη στη χώρα μας, την είδαμε με καθυστέρηση δύο χρόνων σε αθηναϊκή αίθουσα, όλα αυτά όμως δεν ζημιώνουν διόλου την αξία της. Από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς 2024. Παραθέτουμε το σημείωμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η ταινία στην Ελλάδα.
«Ένας εξαιρετικά ιδιαίτερος και παιγνιώδης διαλογισμός της αναρχίας και της ωρολογοποιίας σε μία ελβετική πόλη του 19ου αιώνα, φημισμένη για τα ρολόγια της, με επίκεντρο την καίρια, επείγουσα συνάντηση μεταξύ ενός Ρώσου ταξιδιώτη – του γνωστού Πιότρ Κροπότκιν – και μίας σουφραζέτας που ηγείται του κινήματος των γυναικών που εργάζονται σε ένα τοπικό εργοστάσιο. Δανειζόμενη τον τίτλο από την τεχνική ορολογία (ένας βασικός μηχανισμός στο εσωτερικό των ρολογιών χειρός που εξασφαλίζει την ανακίνησή τους), η μοναδική αυτή ιστορία αγάπης και αναρχίας ανατρέχει στις ρίζες του σύγχρονου καπιταλισμού και μας θυμίζει όχι μόνο τη χρήση νέων τεχνολογιών με σκοπό τον έλεγχο παραμικρών κινήσεων και αχανών συναισθημάτων, αλλά και τη δυνατότητα του ανθρώπου να αποσυμπιέσει τους μηχανισμούς καταπίεσης, που λειτουργούν με την ίδια συνέπεια και αυστηρότητα που λειτουργεί ένα ρολόι».
Κατά την άποψή μου, ταινίες όπως η «Maria» του Pablo Larraín ή η «Emilia Perez» του Jacques Audiard δεν είναι τόσο σημαντικές όσο το θέλει ή το χρειάζεται η φήμη τους ώστε να βρεθούν επικεφαλής στις προτιμήσεις του κοινού και υψηλά στις τάξεις του box office -χώρια οι ποικίλες επιβραβεύσεις. Κι αυτό, κυρίως, επειδή είναι ταινίες που πασχίζουν, φιλότιμα μεν, με οφθαλμοφανείς αστοχίες δε, να αποδείξουν πόσο «σπουδαίες» είναι, με κάθε τρόπο και εργαλείο που έχουν στη διάθεσή τους. Κυρίως κάνοντας υπερβολικό θόρυβο ως κινηματογραφικές κατασκευές, η καθεμία με τη δική της μέθοδο.
Αντιθέτως, ταινίες όπως το «Unrueh» του Ελβετού Σιρίλ Σόιμπλιν, απογόνου μιας οικογένειας ωρολογοποιών, δεν αγωνίζεται να αποδείξει τίποτα παρόμοιο, για την ακρίβεια δεν ενδιαφέρεται να αποδείξει τίποτα απολύτως. Ο μηχανισμός της κινηματογράφησης λειτουργεί ακριβώς ως ωρολογιακός μηχανισμός ακριβείας. Η ακρίβεια πάνω απ’ όλα, σε χαμηλούς πάντα τόνους, κυρίως με σύνεση και διαρκή επαγρύπνηση στο τι ακριβώς θα επιλέξει ο φακός ώστε να το φέρει στην επιφάνεια της εικόνας, χωρίς απώλειες, εκπτώσεις ή συμβιβασμούς. Με τους ρυθμούς της φύσης αλλά και τους κανόνες της Ιστορίας, κάτι που προσδίδει αξιοθαύμαστη «αυτοπεποίθηση» και ισορροπία στο όλο εγχείρημα. Ο σκηνοθέτης, αδιαφορώντας για κάθε εντυπωσιασμό, χωρίς καμιά διάθεση αυταρέσκειας ή κομπασμού, αφηγείται την ιστορία του με απλότητα και καθαρότητα στην έκφρασή του, με λιτότητα στα μέσα που χρησιμοποιεί, βασισμένος σε ένα μεστό και καλογραμμένο δικό του σενάριο, προσφέροντάς μας αυτό που είναι και το ζητούμενο: ο χαμηλότονος κινηματογράφος της διαύγειας, της αμεσότητας, της πληρότητας σε πρωτότυπες ιδέες και ξεκάθαρες σημασίες, και κυρίως της αλήθειας. Και όπως υποστήριζε με πάθος ο Μπρεσόν, εφαρμόζοντας τη δική του μέθοδο δουλειάς. «Άλλο πράγμα η αλήθεια, άλλο η αληθοφάνεια. Αυτά τα δύο δεν συμβαδίζουν».