Θα μπορούσε να είναι, αλλά είναι; – για τον «Εξαφανισμένο» (Madre, 2019) του Ροντρίγκο Σορογκόγιεν
Μια νεαρή Ισπανίδα που ζει στη Μαδρίτη, ονόματι Ελένα, πληροφορείται από τηλεφώνου ότι ο εξάχρονος γιος της, που κάνει διακοπές με τον πατέρα του, ονόματι Ραμόν, σε κάποιο παραθαλάσσιο θέρετρο του γαλλικού Νότου, έχει χαθεί, ενώ η ακεραιότητα και η ζωή του βρίσκονται σε κίνδυνο. Της τηλεφωνεί ο ίδιος ο μικρός, ζητώντας της βοήθεια, κάτι που η ίδια είναι αδύνατον να του τη δώσει, λόγω αποστάσεων, ενώ επιπλέον αυτή η αγωνιώδης παιδική έκκληση ανεβάζει στο φουλ τη δραματική ένταση της σκηνής, κι ο θεατής αισθάνεται ότι παρακολουθεί μια ταινία-θρίλερ, στα πρότυπα ανάλογων ταινιών του είδους, κυρίως του αμερικανικού σινεμά.
Αυτή ήταν μια μικρού μήκους ταινία («Madre») του Ισπανού Ροντρίγκο Σορογκόγιεν (Rodrigo Sorogoyen), την οποία χρησιμοποίησε ως πρόλογο για να γυρίσει λίγα χρόνια αργότερα μια μεγάλου μήκους με τον ίδιο τίτλο, η οποία αποτελεί και συνέχεια της πρώτης, σε ολοφάνερα διαφορετικό σκηνοθετικό στυλ. Αφού πέρασαν δέκα χρόνια από αυτό το ανατριχιαστικό τηλεφώνημα, ξαναβρίσκουμε τη μητέρα, δέκα χρόνια ωριμότερη ηλικιακά, εγκαταστημένη πλέον στην παραλία του γαλλικού Νότου, στο σημείο ακριβώς όπου εξαφανίστηκε ο γιος της, αναζητώντας τι άλλο; Τα ίχνη του χαμένου. Τυχαία συναντά έναν έφηβο παριζιάνο παραθεριστή (Ζαν), ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο χαμένος γιος της, κάτι που γρήγορα αποκαλύπτεται (και όχι αποδεικνύεται) ότι είναι πλασματικό, διότι φαινομενικά τουλάχιστον ο νεαρός ανήκει σε μια πολυμελή γαλλική οικογένεια με ξεκάθαρη ταυτότητα. Το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο του σεναρίου σκάει μύτη σε αυτό ακριβώς το σημείο. Κρύβει κάτι το αληθές και πραγματικό αυτή η σύμπτωση, υπάρχει όντως μια ομοιότητα μεταξύ του εξάχρονου που εξαφανίστηκε πριν δέκα χρόνια και του δεκαεξάχρονου που εμφανίζεται (σαν φάντης μπαστούνι) μπροστά στη Ισπανίδα «μητέρα», η οποία κουβαλά, σε κάθε κίνηση και ενέργειά της, όλο το βάρος της απώλειας, της αποστέρησης και του μητρικού ακρωτηριασμού, αλλά και την όσφρηση ενός αστυνομικού λαγωνικού; Δεν υπάρχει αυταπόδεικτη ομοιότητα ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, τον απόντα εξάχρονο και τον από μηχανής παρόντα δεκαεξάχρονο. Το ερώτημα του «από πού προέρχεται και σε ποιον ανήκει», πραγματικά, ο έφηβος δρομέας Ζαν της παραλίας, αρχίζει να ενοχλεί επίμονα τη συνείδηση του θεατή. Η ταυτοποίηση μέσω DNA δεν φαίνεται εφικτή (δεν γίνεται καν λόγος για κάτι τέτοιο), άρα δεν μένει παρά η εξής εκδοχή, αυτή άλλωστε που καλλιεργείται και από μεριάς της σκηνοθεσίας, ενώ εκ παραλλήλου διατηρούνται, πάντα, το αινιγματικό στοιχείο, όπως κι εκείνο του άρρητου και του μυστηριώδους: η επιθυμία της αποστερημένης μητέρας είναι αυτό που την ωθεί στη φαντασίωση και στην τυφλή ιδεοληπτική προσκόλληση στο αντικείμενο του μητρικού πόθου της, ξεσηκώνοντας, εκτός από την ανταποδοτική έλξη εκ μέρους του εφήβου, και την οργή της οικογένειάς του, η οποία βλέπει στο πρόσωπο της παρείσακτης γυναίκας έναν εισβολέα της δικής της οικογενειακής ηρεμίας, συνοχής και ασφάλειας; Πού σταματούν τα όρια της λογικής και πού αρχίζουν εκείνα του συναισθήματος; Τίθεται θέμα οποιασδήποτε διεκδίκησης, ή όλα είναι χαμένα εκ των προτέρων και εκ των πραγμάτων, άρα δεν είμαστε παρά θεατές μιας κλινικής περίπτωσης εμμονής στο «χαμένο σώμα», το βίαια αποκομμένο από τον μητρικό κορμό; Η «μητέρα» του εξαφανισμένου γιου δρα με κάποιον γνώμονα στρατηγικής ή ακολουθεί ένα οδοιπορικό τυφλής αναζήτησης, τον μονόδρομο που της απομένει στη βαθιά νύχτα της απόγνωσης και της κατάθλιψης μες στην οποία είναι εντελώς μπλοκαρισμένη;
Θαυμάσιο θέμα, που θα μπορούσε να δώσει μια σπουδαία ταινία, αν δεν υπήρχαν κάποια μικρά στραβοπατήματα από μεριάς του Σορογκόγιεν. Κατά την άποψή μου, η ταινία πάσχει από έλλειψη στιλιστικής συνοχής, χωρίς αυτό να ακυρώνει την επιτυχία του τελικού αποτελέσματος. Στα αρνητικά: ξεκινά σαν σπινταριστό θρίλερ αλά αμερικαίν και καταλήγει σε ένα βραδυφλεγές και ναρκισσιστικό οδοιπορικό στις εκτυφλωτικές, τρικυμισμένες, ερημικές κι αχανείς πλαζ του Ατλαντικού. Ακριβώς όπως και μια άλλη κινηματογραφίστρια (και μυθιστοριογράφος), η Μαργκερίτ Ντυράς, σε παρόμοιους χώρους, άφηνε να ξετυλιχτεί το μονότονα ομοιογενές σύμπαν του δικού της αφηγήματος, μιας ακολουθίας από ιστορίες πόθου, απουσίας, έκστασης (ravissement) και τρέλας.
Στην περίπτωση του Σορογκόγιεν έχουμε δύο διαφορετικές ταινίες, συγκολλημένες μεταξύ τους. Ύστερα, υπάρχει όλο αυτό το ονειρικό και υπνωτιστικό πλαίσιο-φόντο-σκηνικό, μέσα στο οποίο κινείται η σχεδόν κατατονική, μερικές φορές, «ακυρωμένη μητέρα», το οποίο συχνά απειλείται και διακόπτεται απότομα και άναρχα από διάφορα ρεαλιστικά δρώμενα (όπως η κραιπάλη μέθης στα μπαρ της περιοχής ή τα διάφορα οικογενειακά τραπεζώματα και πάρτι). Την ίδια αίσθηση πιεστικού αιφνιδιασμού μας αφήνουν και οι σκηνές σκληρού νατουραλισμού, κάθε που η οικογένεια του νεαρού αντιστέκεται θηριωδώς στις απόπειρες εισβολής της «μητέρας» Ελένα. Στα θετικά: ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι αυτό που επιθυμεί και επιζητεί ακριβώς η Ισπανίδα madre. Ποτέ δεν θα μάθουμε ποιος ο ρόλος του πατέρα-κηδεμόνα του χαμένου παιδιού, γιατί το παράτησε μόνο του σε ξένη χώρα, από ανευθυνότητα το έκανε ή επειδή του συνέβη κάποιο ατύχημα; Όπως και δεν θα μάθουμε ποτέ, ποιος είναι ο πλέον ευάλωτος, ο πλέον ανοχύρωτος σε όλη αυτή την ιστορία. Η Ισπανίδα μητέρα, ο παριζιάνος έφηβος ή η οικογένεια του δεύτερου, μια τυπική μεσοαστική γαλλική οικογένεια, που πανικοβάλλεται και δεν γνωρίζει πώς ακριβώς να χειριστεί μια άτυπη εισβολή που απειλεί τον πυρήνα της. Τούτο το αμφίσημο και αμφίθυμο κύμα, που επανέρχεται σαν μουσικό μοτίβο σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, το αληθινό που περιπλέκεται συνεχώς με το αληθοφανές και αναληθοφανές, το φαντασιωσικό που ανταγωνίζεται το ρεαλιστικό, και αντιστρόφως, τα συναισθήματα που ποτέ δεν θα εκδηλωθούν μετωπικά αλλά μόνο συνυφαίνοντας ένα δίχτυ μητρικής αγάπης και στοργής, από τη μία, και εφηβικού ερωτικού πόθου για μια ώριμη γυναίκα, από την άλλη, έλξης προς μια ξένη, γοητευτική και φασματική γυναίκα που θα μπορούσε να είναι η «μητέρα του Ζαν», ενώ καταλήγει να γίνει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, όλα αυτά, λοιπόν, προσδίδουν στην ταινία του Σορογκόγιεν αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον. Στα πλεονεκτήματα επίσης η μορφή και η ερμηνεία της βραβευμένης στη Βενετία Μarta Nieto, περιβεβλημένες με την αύρα της τραυματισμένης μητρότητας, παρά τον ερμητισμό της αγαλμάτινης παρουσίας της.